- συννέω
- (I)Ακολυμπώ μαζί με άλλον («ἐπὶ κροκοδείλων ὀχούμενον καὶ συννέοντα θηρίοις», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + νέω (Ι) «πλέω», κολυμπώ»].————————(II)και ιων. τ. συννήω Ασυσσωρεύω, συγκεντρώνω μαζί (α. «τῶν νεκρῶν ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων», Θουκ.β. «ἀκόντια καὶ τοιαῡτα πάντα ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + νέω (III) «μαζεύω, συσσωρεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.